- δακώ
- (-άω)δαγκώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εδάκασα, αόρ. τού δακάνω, κατά το σχήμα εγέλασα-γελώ, εχάλασα-χαλώ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάκω — δάκνω bite aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφοδακώ — κρυφοδακῶ, άω (Μ) 1. κρυφοδαγκάνω, δαγκάνω κρυφά, ύπουλα 2. μτφ. βλάπτω ύπουλα ή θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + δακώ] … Dictionary of Greek
ψηφηδακώ — έω, Α καταδικάζω με την ψήφο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δακῶ (< δακής < θ. δακ τού δάκνω «κεντώ, λυπώ, ενοχλώ»)] … Dictionary of Greek